Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποξυλώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αποξυλώνω.
  • Παγώνω από το κρύο και γίνομαι σκληρός σαν ξύλο, ξυλιάζω:
    • (Φορτουν. B´ 94).

[μτγν. αποξυλόω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποξυλώνω [apoksilóno] aor αποξύλωσα, mi αποξυλώνομαι, aor αποξυλώθηκα
  • ① intr freeze stiff (syn αποξυλιάζω 2):
    • αποξύλωσε στον κρύο αέρα
  • ② mi αποξυλώνομαι become rigid and stiff, die:
    • phr να ξεραθείς και να αποξυλωθείς! (curse) may you become dry and stiff as a stick, may you die (cf απόξυλος 2)
  • ⓐ fig become motionless w. surprise, be dumbfounded (syn απομένω 3):
    • αποξυλώθηκε μ' αυτά που άκουσε

[fr postmed αποξυλώνω ← MG (9th c.), PatrG, K ἀποξυλοῦμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες