Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποξηλώνω [apoksilóno] aor αποξήλωσα, pass αποξηλώνομαι, aor αποξηλώθηκα
- undo all the stitches or seams of, unstitch completely:
- αποξήλωσε τα φορέματα |
- αποξηλώθηκαν τα παπούτσια του
[cpd w. ξηλώνω]
- undo all the stitches or seams of, unstitch completely: