Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποξεχνώ [apoksexnó] -ιέμαι Ρ10.4 : 1.ξεχνώ, λησμονώ τελείως. 2. (παθ.) αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι εντελώς.
[μσν. αποξεχνώ < απο- ξεχνώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποξεχνώ· ’ποξεχνώ.
-
- Λησμονώ εντελώς:
- μήπως και πέσει σ’ έρωτα και σας αποξεχάσει (Διγ. O 47).
[<πρόθ. από + ξεχνώ. H λ. στο Somav. (λ. ‑χάνω) και σήμ. ιδιωμ.]
- Λησμονώ εντελώς:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποξεχνώ [apoksexnó] αποξεχνάς, (& region. αποξεχάνω) ipf αποξεχνούσα, aor αποξέχασα (subj αποξεχάσω), pf & plupf έχω-είχα αποξεχάσει, έχω-είχα αποξεχασμένο, mediop αποξεχνιέμαι, ipf αποξεχνιόμουν, aor αποξεχάστηκα (3sg αποξεχάστηκε, & αποξεχάθη; subj αποξεχαστώ)
- ① forget completely (syn απολησμονώ 1):
- ~ τα βάσανα, τη δόξα, την πείνα, τα περασμένα |
- ~ τη δουλειά μου, τον εαυτό μου |
- το 'χε αποξεχασμένο αυτό το πορτοφόλι και να που τώρα ξεπεταγότανε μπροστά του (Myriv) |
- μπορεί από κανένα παλιό τάμα, που το 'χε αποξεχάσει, ν' άνοιξε το κλησούρι (Vlami) poem ένας καλός μονάχος λόγος πια κι αποξεχνιέται ο πόνος (Kazantz Od 21.1141) |
- νερό της λήθης | μην ήπιες κι αποξέχασές μας; (Zevgoli)
- ② mi αποξεχνιέμαι lose o.s. in thought, become absorbed or absent-minded (syn απολησμονιέμαι, αφαιρούμαι):
- αποξεχάστηκα με την κουβέντα, στο παιγνίδι και με βρήκε η νύχτα |
- αποξεχάστηκε διαβάζοντας |
- αποξεχάστηκε ευτυχισμένος, καθισμένος |
- αποξεχνιέται σε περιπέτειες, που δε γεμίζουν τη λαχτάρα της (Stamelos) |
- έχουμε θαυμάσιες ακρογιαλιές, που σε κάνουν ν' αποξεχνιέσαι, να χάνεις τον εαυτό σου (Chatzinis) |
- ήταν τόσο όμορφος, που κι ο Δίας αποξεχνιόταν να τον θαυμάζει (Panagiotop) |
- η Άρτεμη αποξεχνιόταν απ' την αρμονία αυτού του κόσμου (Venezis) |
- folks. παπάς την είδε κ' έσφαλε, διάκος κι αποξεχάθη (DPetrop) |
- poem κι αποξεχάστηκα σε μιαν άκρη | ν' αγναντεύω το ηλιοβασίλεμα .. (ThStylianou)
[fr postmed (Somavera), MG αποξεχνώ, cpd w. ξεχνώ]
- ① forget completely (syn απολησμονώ 1):