Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποξέω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποξέω [apokséo] Ρ αόρ. απέξεσα, απαρέμφ. αποξέσει : (λόγ.) 1. αφαιρώ κτ. από μια επιφάνεια με ξύσιμο. 2. (ιατρ.) κάνω απόξεση2.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀποξέω `αφαιρώ με ξύσιμο΄ 2: κατά τη σημ. της λ. απόξεση2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποξέω [apokséo] aor απόξεσα (& L απέξεσα), pass αποξέομαι, pf & plupf έχω-είχα αποξεσθεί, (L)
  • ① scrape off (syn αποξύω 1):
    • πίσω από την καθιστή έχει αποξεσθεί μια μορφή (Brouskari) |
    • το εσωτερικό των τετραγώνων και ρόμβων, σταυρός όπως δείχνουν ελάχιστα λείψανα, έχει αποξεσθεί (Tsitouridou)
  • ⓐ surg scrape w. a curette, curette:
    • ~ το κόκκαλο |
    • απόξεσε τη μήτρα
  • ⓑ fig scratch out, strip off, eliminate, erase (near-syn αφαιρώ):
    • αποξέει στον Mπαχ ό,τι προκαλεί μιαν άχρηστη απόλαυση, τον καθαρίζει μ' έναν εκπληκτικό ζήλο (Kanellop)
  • ② grind smooth, polish (near-syn λειαίνω)

[fr kath αποξέω ← PatrG, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες