Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομωραίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
απομωραίνω.
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. = που έχει απομωραθεί·
    • (εδώ) αποχαυνωθεί:
      • (Kυνοσ. 59012).

[<πρόθ. από + μωραίνω. H λ. τον 4. αι. (και LBG) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απομωραίνω [apomoréno] aor απομώρανα, pf & plupf έχω-είχα απομωράνει, pass απομωραίνομαι, (L)
  • turn s.o. into an idiot, stupefy, besot (syn αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω):
    • τον είχε απομωράνει η δύναμη εκείνη που ήθελε να τον απολέσει (Papatsonis) |
    • ο κόσμος υποβάλλεται σε αποβλακωτικές διεργασίες, απομωραίνεται, υπνωτίζεται κλ (Terzakis)

[fr kath απομωραίνω ← MG (Kriaras' Lex), PatrG ἀπομωραίνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες