Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομυθοποιώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απομυθοποιώ [apomiθopió] -ούμαι Ρ10.9 : αφαιρώ τη μυθική διάσταση, το μυθικό περίβλημα και ανάγω κπ. ή κτ. στο επίπεδο της πραγματικότητας, των πραγματικών διαστάσεων: Σήμερα απομυθοποιείται όλο και περισσότερο ο μύθος της φυσικής ανωτερότητας του άντρα σε σχέση με τη γυναίκα. H τέχνη απομυθοποιεί τον εαυτό της και αποκτάει νέες σχέσεις με την πραγματικότητα. Στις μέρες μας έχει απομυθοποιηθεί τελείως ο ρόλος του πολιτικού και της πολιτικής.

[λόγ. απο- μυθοποιώ μτφρδ. γερμ. entmythologisieren (< αρχ. μυθολογῶ `διηγούμαι μύθους΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απομυθοποιώ [apomiθopió] απομυθοποιεί, aor απομυθοποίησα (subj απομυθοποιήσω), pass απομυθοποιούμαι, aor απομυθοποιήθηκα (subj απομυθοποιηθώ), pf & plupf έχω-είχα απομυθοποιηθεί, (L)
  • divest s.o. or sth of mythical elements, demythologize (ant μυθοποιώ):
    • ο άνθρωπος, ο κόσμος απομυθοποιήθηκε |
    • η λιτότητα είναι θρύλος, που απομυθοποιείται μόλις μας δοθεί η ευκαιρία |
    • η παράσταση φροντίζει να απομυθοποιήσει το έργο |
    • η δουλειά των ηθοποιών έχει πια απομυθοποιηθεί, οι ηθοποιοί δεν είναι πλάσματα απόμακρα και μυθικά |
    • οι Πυθαγόρειοι εκλογίκευσαν και απομυθοποίησαν τον ορφισμό (Dragona-M)

[neol, cpd w. μυθοποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες