Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομουρλαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απομουρλαίνω [apomurléno] aor subj απομουρλάνω, mi απομουρλαίνομαι, aor απομουρλάθηκα
  • ① make s.o. utterly crazy (syn αποζουρλαίνω):
    • poem .. θαρρώ πολλά τα παραλές, για να με απομουρλάνεις (Kazantz Od 13.564)
  • ② mi απομουρλαίνομαι become utterly crazy

[cpd w. μουρλαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες