Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομονώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απομονώνω [apomonóno] -ομαι Ρ1 : 1.διαχωρίζω, χωρίζω, απομακρύνω κτ. από ένα σύνολο, έτσι ώστε να μείνει μόνο του: ~ μερικές λέξεις / φράσεις από ένα κείμενο. Οι επιστήμονες κατάφεραν να απομονώσουν το μικρόβιο της ασθένειας και να το πολεμήσουν. || διακόπτω τη σύνδεση: H συσκευή πρέπει να απομονωθεί από το σύστημα και να ελεγχθεί για πιθανή βλάβη. 2. αποκόπτω, αποκλείω την επαφή, την επικοινωνία: H παρέα του τον απομόνωσε. Zει απομονωμένος. Οι φυλακισμένοι δεν πρέπει να απομονώνονται από την υπόλοιπη κοινωνία. Tο κόμμα υιοθετώντας ακραίες απόψεις απομονώθηκε πολιτικά κι έχασε πολλούς ψηφοφόρους. || αίρω την υποστήριξη, τη στήριξη ή την ανοχή που έδειχνα σε κπ.: Aπομονώθηκε η τάδε χώρα στο Συμβούλιο της Ευρώπης.

[λόγ. απομον(ώ) -ώνω ενεργ. < ελνστ. ἀπομονοῦμαι `μένω μόνος΄, αρχ. σημ.: `αποκλείομαι΄ σημδ. γαλλ. isoler]

[Λεξικό Γεωργακά]
απομονώνω [apomonóno] ipf απομόνωνα, aor απομόνωσα (subj απομονώσω), mediop απομονώνομαι, aor απομονώθηκα (subj απομονωθώ), (L)
  • ① place alone, cut off, set apart, seclude, isolate (near-syn αποκλείω 3c, αποκόβω 3, αποχωρίζω):
    • απομονώθηκε το νησί, χωριό |
    • απομονώθηκαν τα εχθρικά στρατεύματα |
    • απομονώθηκε από το κοινωνικό σύνολο |
    • προσπαθούσε ν' απομονώσει από τη σκέψη του το θλιβερό εκείνο διάστημα της ζωής του (Kokkinos) |
    • η στροφή αυτή δεν τον απομονώνει από τ' άλλα φιλοσοφικά ζητήματα (Lambridi)
  • ⓐ seclude, sequester:
    • απομονώνουν τις φοιτήτριες σε ιδιαίτερους κοιτώνες
  • ② single out, set apart, isolate (near-syn ξεχωρίζω):
    • απομονώθηκε ο ιός της ηπατίτιδας και θα αρχίσει η παρασκευή εμβολίων |
    • τα κοινά λάθη έδιναν αφορμή ν' απομονώνουμε μερικά φαινόμενα (Delmouzos) |
    • ο νους απομονώνει ένα θέμα μέσα στο άπειρο και το εξετάζει (Tatakis) |
    • θα πρέπει να απομονώσει τη φωνητική δομή κάθε λέξης και να την αναπαραγάγει (Geros, adapted) |
    • σαν πρώτη διαπίστωση θα 'θελα να απομονώσω το γεγονός της μικρασιατικής του καταγωγής (ThFrangop)
  • ③ insulate (syn μονώνω):
    • ~ καλώδιο
  • ④ mi απομονώνομαι isolate o.s., be alone:
    • ο μικρός θάλαμος της προβολής ήταν το μόνο μέρος, όπου μπορούσανε ν' απομονωθούν ολότελα (Theotokas, adapted)
  • ⓑ isolate o.s., go into seclusion, live apart (near-syn αποκόβομαι, αποχωρίζομαι):
    • αυτός τα είχε όλα, επιτυχία, φήμη κλ, όταν ακριβώς τ' άφησε όλα για ν' απομονωθεί (Melas) |
    • αναγκάσθηκε ν' απομονωθεί απ' όλα τριγύρω του και να κλεισθεί στον ελεφαντικό του πύργο (Papatsonis)

[fr kath απομονώ ← K, AG ἀπομονοῦμαι (-όομαι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες