Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομαδώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απομαδώ [apoma∂ó] απομαδάει, aor απομάδησα
  • pluck off (feathers, hair etc) completely:
    • απομάδησε την κότα, τα φρύδια της

[cpd w. μαδώ; cf AG (Aristotle) ἀπομαδῶ (-άω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες