Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολωλαίνω [apololéno] -ομαι Ρ7.1 : (λαϊκότρ.) τρελαίνω κπ. τελείως, αποτρελαίνω.
[απο- λωλαίνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολωλαίνω [apololéno] aor απολώλανα (subj απολωλάνω), pass απολωλαίνομαι, aor απολωλάθηκα, pf & plupf έχω-είχα απολωλαθεί
- make utterly crazy (syn αποζουρλαίνω):
- πολεμάνε να τον απολωλάνουνε τα παιδιά· αυτός τίποτα (Petsalis) |
- όλες οι φυλές του Iσραήλ, που πέρασαν αποδώ, είχαν απολωλαθεί από τον τόπο κι από τις κοπελιές του (Moskovis)
[fr postmed (Somavera) απολωλαίνω (-ομαι), cpd w. λωλαίνω]
- make utterly crazy (syn αποζουρλαίνω):