Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απολυτοποιώ
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απολυτοποιώ [αpolitopió] απολυτοποιεί, aor subj απολυτοποιήσω, pass 3sg απολυτοποιείται, aor subj απολυτοποιηθεί, (L)
  • make or consider absolute, absolutize:
    • ~ το αντικείμενο, την αρετή |
    • η θεωρία απολυτοποιείται |
    • απολυτοποιεί την ύπαρξη της πολιτείας, καθώς ταυτίζει ουσιακά την πολιτεία με την ιστορία (Despotop) |
    • ο ηθικός δογματισμός προκύπτει όταν απολυτοποιήσομε μία αξία ή μία απαξία της ζωής (Theodorakop) |
    • χρειάζεται αυτό που θα επιδωχθεί να απολυτοποιηθεί μέσα στο υποκείμενο (Tsatsos)

[fr kath (neol) απολυτοποιώ, cpd of απόλυτος & -ποιώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go