Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολιχνίζω [apolixnízo] aor απολίχνισα (subj απολιχνίσω), pf & plupf έχω-είχα απολιχνίσει, region.
- finish winnowing:
- θερισμένος ο κάμπος, στ' αλώνια κοντεύουν ν' απολιχνίσουν (Prevelakis)
[cpd of απο- & λιχνίζω]
- finish winnowing: