Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολινώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απολινώνω [apolinóno] (L) surg
  • suture (blood vessels), ligate

[fr kath απολινώ (-όω) ← MG (7th c.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες