Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολιθώνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απολιθώνω [apoliθóno] -ομαι Ρ1 (κυρ. παθ.) : 1.μετατρέπω ένα οργανικό σώμα σε απολίθωμα: Aπολιθωμένος κορμός δέντρου / σκελετός ζώου. Tο απολιθωμένο δάσος της Λέσβου είναι ένα μοναδικό αξιοθέατο. 2. (μτφ.) α. κάνω κπ. να μείνει άναυδος, ακίνητος, τον αποσβολώνω: Mόλις το έμαθε, έμεινε απολιθωμένος για πολλή ώρα. Aπολιθώνομαι από το φόβο / τον τρόμο. β. δεν εξελίσσομαι, μένω στάσιμος: Άνθρωπος οπισθοδρομικός με απολιθωμένη σκέψη.

[λόγ.: 1, 2α: αρχ. ἀπολιθ(ῶ) `μετατρέπω σε πέτρα΄ -ώνω & σημδ. γαλλ. pétrifier < λατ. petra < αρχ. πέτρα `βράχος΄· 2β: σημδ. γαλλ. fossiliser]

[Λεξικό Κριαρά]
απολιθώνω.
  • (Mέσ.) γίνομαι λίθος, πέτρα:
    • (Bεν. 82).

[αρχ. απολιθόω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολιθώνω [apoliθóno] ipf απολίθωνα, aor απολίθωσα (subj απολιθώσω), pf & plupf έχω-είχα απολιθώσει, mediop απολιθώνομαι, aor απολιθώθηκα (subj απολιθωθώ), pf & plupf έχω-είχα απολιθωθεί, είμαι-ήμουν απολιθωμένος, (L)
  • ① turn s.o. or sth into stone, petrify (syn πετρώνω):
    • ο Περσεύς, με το κεφάλι της Mέδουσας στα χέρια, απολίθωνε όποιον έβρισκε (Varelas) |
    • poem είδανε μια γριά, | που την απολίθωσεν ο πάγος (Xydis)
  • ② fig give permanent form, set, fix (near-syn αποκρυσταλλώνω 2, παγιώνω):
    • η ηλικία ή παραμορφώνει ή απολιθώνει (Vrettakos) |
    • εθαύμασα την αστραπιαία δύναμη των καταστροφών, που απολιθώνει τα στιγμιότυπα της οδύνης (Athanasiadis-N)
  • ⓐ make rigid or motionless, petrify:
    • κάποιο όραμα τον απορροφάει σύψυχον και τον απολιθώνει (Lazaridis)
  • ③ mi απολιθώνομαι turn into stone, petrify:
    • στάζοντας το νερό εις το σπήλαιο, απολιθώνεται και σχηματίζει διάφορες κολόνες (Demetrieis, adapted) |
    • οι κινέζικες στέγες είναι σαν καπέλα σε κεφάλια δράκων, που απολιθώθηκαν μέσα στο χρόνο (Charis)
  • ⓑ fig become fixed or unchanging, become fossilized (near-syn αποκρυσταλλώνομαι):
    • η πανεπιστημιακή μας εκπαίδευση έχει απολιθωθεί σε τύπους σπουδών ξεπερασμένους (Papanoutsos) |
    • ο πολιτισμός ποτέ δεν απολιθώνεται σε κάποια στατική μορφή (Evelpidis)
  • ⓒ fig become rigid or motionless (syn πετρώνω, near-syn κοκκαλώνω):
    • η όψη του απολιθώθηκε στην ακίνητή της έκφραση (Pasagiannis) |
    • κοπάδι Bηθλεεμίτισσες είχαν απολιθωθεί στο ναό σε βουνό θρήνο (Athanasiadis-N)

[fr kath απολιθώ (-όω) ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες