Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολησμονώ [apolizmonó] -ιέμαι Ρ10.11 : (λογοτ.) ξεχνώ, λησμονώ τελείως κπ. ή κτ.: Nα σ΄ απολησμονήσω δεν μπορώ. || (παθ.) ξεχνιέμαι, αφαιρούμαι τελείως.
[μσν. απολησμονώ < απο- λησμονώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- απολησμονώ· απαλησμονώ· αόρ. επολησμόνησα· ’πολησμόνησα.
-
- 1) (Προκ. για πρόσωπο ή πράγμα) ξεχνώ, λησμονώ εντελώς:
- απολησμόνησες τα χθεσινά σου λόγια (Διγ. Esc. 849· Eρωτοπ. 67).
- 2) Eγκαταλείπω κάπ. ή κ.:
- της νύκτας τα γυρίσματα να τ’ απολησμονήσεις (Σαχλ. A´ PM 54).
[<πρόθ. από + λησμονώ. H λ. τον 9. αι. (Lampe, ‑έω· βλ. και LBG) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) (Προκ. για πρόσωπο ή πράγμα) ξεχνώ, λησμονώ εντελώς:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολησμονώ [apolizmonó] (& απαλησμονώ) ipf απολησμονούσα, aor απολησμόνησα (subj απολησμονήσω), pf & plupf έχω & είχα απολησμονήσει, mediop απολησμονιέμαι, aor απολησμονήθηκα (subj απολησμονηθώ), pf & plupf έχω & είχα απολησμονηθεί
- ① trans forget completely (syn αποξεχνώ 1):
- τον κοίταζε κι απολησμονούσε και της ζωής της την ερμιά και τη μοναξιά της (Psichari) |
- μήτε την ανθρώπινη θλίψη μήτε την ποίηση μπορούμε ν' απολησμονήσουμε, χωρίς να τιμωρηθούμε (Panagiotop) |
- μορφές που στον καιρό τους μεσουρανούσαν .. ξεθωριάζουν σιγά-σιγά, για να εξαφανιστούν τελικά και ν' απολησμονηθούν (id.) |
- άξαφνα είχανε ξυπνήσει μέσα σου αντίλαλοι από παλιές φωνές, που χρόνια τις είχε απολησμονήσει (Petsalis) |
- folks. λυγερές και μαυρομάτες | τους αγούρους που 'γαπάτε | μην τους απαλησμονάτε (Passow) |
- poem απολησμόνησε η καρδιά το πιο τρανό της τάμα (Sikel) |
- και σου κρατάω το λόγο μου πως θ' απολησμονήσω | κι αυτόνε και τις έγνοιες του καημού (Petimezas-L)
- ② mi απολησμονιέμαι lose o.s. in thought, become absorbed or absent-minded (syn αποξεχνιέμαι, αφαιρούμαι):
- όσοι θέλουν ν' απολησμονηθούν και να ρεμβάσουν παίρνουν συχνά το κατηφορικό μονοπάτι (Panagiotop) |
- ν' απολησμονηθούμε και να ονειρευτούμε μέσα σ' αυτό το παραμύθι (Charis) |
- περιτυλιγμένος από τους ανέμους και τα ρεύματα εκεί απάνω, απολησμονιέσαι και χάνεις την αίσθηση του ύψους και του χώρου (Floros) |
- poem απόψε μάταια πολεμώ ν' απολησμονηθώ (Tsirkas)
[fr postmed απολησμονώ ← MG, PatrG (9th c.) ἀπολησμονῶ ← w. intrusion of pref. ἀπο-, this fr PatrG ἐπιλησμονῶ (1st part of the 5th c.)]
- ① trans forget completely (syn αποξεχνώ 1):