Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολακτίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απολακτίζω [apolaktízo] (& D απολαχτίζω) aor απολάκτισα (subj απολακτίσω), pass απολακτίζομαι, (L)
  • kick away, shake off, get rid of, reject (near-syn αποκρούω 2, απωθώ):
    • ~ κακή έξη, συνήθεια |
    • η Eλλάς δεν έχει αποκτήσει τέτοιο εξοπλισμό ώστε να μπορεί να απολακτίσει την ξένη βοήθεια |
    • απολάχτισε τους τρυφερούς έρωτές του για να κυνηγήσει τη δόξα (Papatsonis) |
    • βλέπει το πλήθος να προχωράει στην ομήγυρη και να μην απολαχτίζεται, μονάχα και τούτο να γίνεται προσδεχτό (id.)

[fr kath απολακτίζω ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες