Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολαβαίνω [apolavéno] ipf απολάβαινα, (L)
- ① intr receive salary, fee, income or emoluments (syn λαβαίνω):
- ο Bερολινέζος φορολογείται και απολαβαίνει όχι μόνο σαν Bερολινέζος αλλά και σαν Γερμανός (Athanasiadis-N) |
- θα δίνει ανάλογα με τις δυνάμεις του και θ' απολαβαίνει ανάλογα με τις ανάγκες του (Evelpidis)
- ② trans take pleasure or satisfaction in, delight in, revel in, enjoy (syn απολαμβάνω, απολαύω 1):
- ~ τον αγώνα, τον έρωτα, την ηρεμία, τη μουσική, τη φύση |
- σκυμμένος στην κουπαστή ~ το ηδονικό κι απελευθερωτικό συναίσθημα, που γεμίζει την ψυχή μου το πέλαγο (Ouranis) |
- σοφός είναι ο άνθρωπος που απολαβαίνει περισσότερο τη ζωή και πονεί λιγότερο (Papanoutsos) |
- οι φαντάροι ζούνε μέσα σε μια γλυκιά ατμόσφαιρα και την απολαβαίνουν (Moatsou) |
- poem ν' απολαβαίνουν τη χαρά της εργασίας (Rotas)
- ⓐ be accorded, have the benefit of, enjoy:
- οι λαοί μπορούν να απολαβαίνουν ορισμένες ελευθερίες (Athanasiadis-N) |
- το άτομο να απολαβαίνει μεταχείρηση φιλάνθρωπη (Dimaras) |
- ο άνθρωπος που απολαβαίνει τη γενικήν εκτίμηση .. αποκτά ακόμη μεγαλύτερη τιμή και φήμη (Papanoutsos)
[cpd w. λαβαίνω; cf απολαμβάνω, απολαύω]
- ① intr receive salary, fee, income or emoluments (syn λαβαίνω):