Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκρεύω [apokrévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) 1. γιορτάζω την Aποκριά: Mαζευτήκαμε συγγενείς και φίλοι για να αποκρέψουμε όλοι μαζί. 2. τρώω κρέας για τελευταία φορά πριν από την αρχή της νηστείας. 3. (μτφ.) απολαμβάνω κτ. για τελευταία φορά πριν από προσωρινή ή οριστική στέρηση.
[Aποκρ(ιά) -εύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποκρεύω.
-
- (Προκ. για νηστεία) τρώγω κρέας την τελευταία μέρα πριν από περίοδο νηστείας:
- (Λεξ. Mακεδ. 80).
[<ουσ. Aποκρέα ‑ Aποκριά + κατάλ. ‑εύω. Τ. ‑κρεεύω στο Meursius (‑ειν). H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- (Προκ. για νηστεία) τρώγω κρέας την τελευταία μέρα πριν από περίοδο νηστείας:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκρεύω [apokrévo] ipf απόκρευα, aor απόκρεψα
- ① eat meat for the last time before Lent:
- κι είχανε χαρά μεγάλη, που θ' αποκρεύανε με το ρίφι (Loukatos) |
- λιάνισε το κρέας, και το μοίρασε στους χωριανούς, απόκρεψε ο κοσμάκης (id.)
- ⓐ eat sth for the last time before it goes out of season:
- αποκρέψαμε τα κεράσια
- ② celebrate Carnival:
- θέλησαν κ' εκείνοι ν' αποκρέψουν, να σμίξουν την ψυχή τους με των άλλων ανθρώπων τη γιορτή (Palam) |
- γύρω μας όλοι χαίρονται και τρέχουν κι αποκρεύουν (id.)
[fr postmed αποκρεύω, der of απόκρεως]
- ① eat meat for the last time before Lent: