Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκρατικοποιώ [apokratikopió] -ούμαι Ρ10.9 : μετατρέπω μια κρατική επιχείρηση σε ιδιωτική: Θα αποκρατικοποιηθούν ορισμένες δημόσιες επιχειρήσεις.
[λόγ. απο- κρατικοποιώ]