Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποκρατικοποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκρατικοποιώ [apokratikopió] -ούμαι Ρ10.9 : μετατρέπω μια κρατική επιχείρηση σε ιδιωτική: Θα αποκρατικοποιηθούν ορισμένες δημόσιες επιχειρήσεις.

[λόγ. απο- κρατικοποιώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go