Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποκρίνω.
-
- Aποφασίζω τελειωτικά:
- O έρωτας απόκρινεν κι … απαντοχή έδωκέ μου (Ch. pop. 392)·
- (σε ιδιάζ. χρ.):
- Kρίνουν και αποκρίνουσιν αυτή πυρποληθήναι (Φλώρ. 461).
[<πρόθ. από + κρίνω. H λ. και σήμ. κυπρ.]
- Aποφασίζω τελειωτικά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκρίνω [apokríno] (L) med
- ① secrete (syn εκκρίνω):
- ο σιελογόνος αδένας αποκρίνει τώρα σίελο (Geros)
- ② excrete:
- ~ιδρώτα
[fr kath αποκρίνω ← MG, PatrG ← K, AG]
- ① secrete (syn εκκρίνω):