Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκουφαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκουφαίνω [apokuféno] aor αποκούφανα, mediop αποκουφαίνομαι, aor αποκουφάθηκα
  • ① make entirely deaf:
    • (syn ξεκουφαίνω) το κτύπημα τον αποκούφανε
  • ② mi αποκουφαίνομαι become entirely deaf:
    • (syn ξεκουφαίνομαι) |
    • αποκουφάθηκα με τις φωνές σου

[cpd w. κουφαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες