Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκουμπώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αποκουμπώ,
βλ. απακουμπώ.
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκουμπώ [apokumbó] (& απακουμπώ & αποκουμπάω) aor αποκούμπησα & απακούμπησα, (subj αποκουμπήσω)
  • ① lean on sth for rest or support (syn ακουμπώ B1, στηρίζομαι):
    • folks. μήτε σε πέτρα κάθησε, μήτε σ' ελιάς κλωνάρι | μόν' πήγε κι αποκούμπησε στης εκκλησιάς την πόρτα (DPetrop) |
    • poem σε γερο-πλάτανο απακούμπησε σταλιά να ξαποστάσει (Kazantz Od 7.1143) |
    • κι όξω από πόρτα δρακοντόκαστρου | σερνάμενος αποκουμπάω (Skipis)
  • ⓐ lie down (syn γέρνω, ξαπλώνω):
    • folks. στρώσε του τάβλα να γευτεί, κλίνη ν' αποκουμπήσει
  • ② fig fall back on (for support), find shelter in, resort to (syn καταφεύγω):
    • όσοι εγκαταλείπουν την αισιοδοξία τους στην κρίση του χρόνου σε τέτοια παραδείγματα απακουμπούν κι ας μην έχουν το δικαίωμα (Panagiotop) |
    • να σχεδιάσουμε ένα άσυλο για τους ζωντανούς, που απόκαμαν και θέλουν κάπου ν' απακουμπήσουν (id.)
  • ③ trans place, lay, rest (syn ακουμπώ A1, απηθώνω 1):
    • poem μετά τ' αμάξι | γερτό στον τοίχο το αποκούμπησαν .. (Homer Il 8.435 Kaz-Kakr) |
    • κι έφτασα προς το φεγγίτη, | κι αποκούμπισα διπλά τυραγνιστό | από ανέβασμα κορμί .. (Palam) |
    • .. κι αργά στου δίβουλου τα χέρια | το θυμητάρι του αποκούμπισε και τη στερνή του ελπίδα (Kazantz Od 4.1013)

[fr postmed, MG (15th c.) αποκουμπώ/απακουμπώ, cpd w. ακουμπώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες