Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκομματικοποιώ [apokomatikopió] aor subj αποκομματικοποιήσω, (L)
- remove from party influence (ant κομματικοποιώ):
- θα αποκομματικοποιήσει τη ραδιοτηλεόραση
[cpd w. κομματικοποιώ]
- remove from party influence (ant κομματικοποιώ):