Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκομματικοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκομματικοποιώ [apokomatikopió] aor subj αποκομματικοποιήσω, (L)
  • remove from party influence (ant κομματικοποιώ):
    • θα αποκομματικοποιήσει τη ραδιοτηλεόραση

[cpd w. κομματικοποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες