Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκολλώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκολλώ [apokoló] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : 1.διαχωρίζω (δύο) πράγματα που είναι κολλημενα, ξεκολλώ. α. αποσπώ μέρος ή τμήμα ενός συνόλου: Mεγάλοι βράχοι αποκολλήθηκαν εξαιτίας της διάβρωσης του εδάφους από τις βροχές. β. αποσπώ κτ. από κάπου, όπου έχει κολλήσει: Συνεργείο βατραχανθρώπων προσπάθησε να αποκολλήσει το πλοίο από το σημείο που είχε προσαράξει. 2. (μτφ.) αποσπώ και απομακρύνω κπ. ή κτ. από κάπου· απαγκιστρώνω: H σκέψη μας πρέπει να αποκολληθεί από παλιές, ξεπερασμένες ιδέες και αντιλήψεις.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀποκολλῶ· 2: σημδ. του λαϊκού ξεκολλώ]

[Λεξικό Κριαρά]
αποκολλώ.
  • (Mέσ.) ξεκολλώ:
    • (Iερακοσ. 49017).

[μτγν. αποκολλάω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκολλώ [apokoló] αποκολλά, aor αποκόλλησα, mediop αποκολλούμαι, aor αποκολλήθηκα (subj αποκολληθώ), (L)
  • ① loosen, detach, separate, unstick (syn ξεκολλώ):
    • δυο ρυμουλκά προσπαθούν να αποκολλήσουν ένα φορτηγό, που προσάραξε |
    • το τάνκερ αποκολλήθηκε χωρίς να σημειωθεί ρύπανση της θάλασσας |
    • το χρυσό εξώφυλλο αποκολλήθηκε από τον κορμό του βιβλίου (Palaiologos) |
    • αξιοσημείωτες είναι οι τοιχογραφίες του μοναστηριού, που αποκολλήθησαν από τις εσωτερικές πλευρές του (Vasileiou)
  • ⓐ take away fr, detach (near-syn αποκόβω 2b, αποχωρίζω):
    • του λέμε ν' αποκολλήσει τη σκέψη από τη χαμένη πατρίδα |
    • έχουμε μια φράση του κειμένου μόνο, όπως αποκολλήθηκε και σχολιάσθηκε από εφημερίδα (Palaiologos, adapted)
  • ② mi αποκολλούμαι fig become detached, extricate o.s. from (near-syn αποδεσμεύομαι, ant προσκολλούμαι):
    • του ζητάει ν' αποκολληθεί από αναμνήσεις |
    • δε θα είχε τη δύναμη να αποκολληθεί από τη ρομαντική παράδοση (Chatzinis)

[fr kath αποκολλώ ← MG, PatrG ← LK ἀποκολλῶ (-άω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες