Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκοιμιέμαι [apokim
éme] Ρ10.1β & αποκοιμούμαι [apokimúme] & αποκοιμάμαι [apokimáme] Ρ12 μππ. αποκοιμισμένος : με παίρνει ο ύπνος και αρχίζω να κοιμάμαι: Έγειρε το κεφάλι του στον ώμο κι αποκοιμήθηκε. Nύσταζε τόσο πολύ, που αποκοιμήθηκε στην καρέκλα του. [ελνστ. ἀποκοιμ(οῦμαι), αρχ. σημ.: `κοιμάμαι για λίγο΄ & μεταπλ. -ιέμαι, -άμαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκοιμιέμαι s. αποκοιμάμαι.