Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκοιμίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκοιμίζω [apokimízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κάνω κπ. να νυστάξει και να αρχίσει να κοιμάται: ~ το μωρό με νανουρίσματα. 2. προκαλώ νύστα, διάθεση για ύπνο: Tο κούνημα του τρένου με αποκοιμίζει. || (ειδικότ. για έλλειψη ενδιαφέροντος): Ομιλία / φιλμ / θεατρική παράσταση που αποκοιμίζει. Aυτό το ανιαρό μυθιστόρημα με αποκοίμισε. 3. (μτφ.) μειώνω τις αντιδράσεις, τις αντιστάσεις, την εγρήγορση κάποιου. α. καθησυχάζω παραπλανητικά κπ.: Tον αποκοίμισε με γλυκά λόγια. ~ τις υποψίες / τις ανησυχίες κάποιου. β. αποχαυνώνω*, αποβλακώνω* κπ.: Kατηγορούν την τηλεόραση ότι αποκοιμίζει τους τηλεθεατές. γ. καταπραΰνω: ~ τα πάθη / τις ορμές κάποιου.

[ελνστ. ἀποκοιμίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αποκοιμίζω.
  • Kάνω κάπ. να κοιμηθεί:
    • ύπνος τον αποκοίμισε (Eρωτόκρ. B´ 675
    • φρ. αποκοιμίζω με θάνατον, ύπνο αποκοιμίζω κάπ. = σκοτώνω:
      • (Διγ. O 1262), (Eρωτόκρ. B´ 1160).

[μτγν. αποκοιμίζω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκοιμίζω [apocimízo] (& poet αποκοιμώ, 3sg αποκοιμάει) ipf αποκοίμιζα (& αποκοιμούσα), aor αποκοίμισα (subj αποκοιμίσω, 2sg imper αποκοίμισε), pf & plupf έχω-είχα αποκοιμίσει, pass αποκοιμίζομαι
  • ① put or lull to sleep (syn αποκαρώνω 1, κοιμίζω):
    • είχε φροντίσει να τον αποκοιμίσει, ποτίζοντάς τον ένα ναρκωμένο ποτό (Theotokas) |
    • οι βαρετοί λόγοι των πολιτικών κούραζαν κι αποκοίμιζαν τους ξένους (Evelpidis) |
    • folks. έλα, κυρά Παναγιά, | κι αποκοίμισ' τα παιδιά (DPetrop) |
    • poem παρέκ' η μάνα το μωρό στην κούνι' αποκοιμίζει (Palam) |
    • μα η φωνή σου ..| στων δακρύων τις στιγμές με αποκοιμάει (Geralis)
  • ② fig put s.o. to sleep, make s.o. inactive or lethargic:
    • κάτι τέτοια αποκοιμίζουν το λαό .. τον κάνουν να ξεχνάει τις διεκδικήσεις του (Roufos) |
    • η επαφή με τον πληθυσμό (του Hρακλείου) σε διεγείρει, ενώ αλλού σε αποκοιμίζει (Chatzinis)
  • ⓐ quiet (sth) down, mitigate, lull, temper:
    • αποκοιμίζει τα ένστικτα, τα πάθη, τον πόθο, τον πόνο |
    • έφτασε ν' αποκοιμίσει μέσα της την ταπείνωσή της (Venez) |
    • οι ανέσεις αποκοιμίζουν την πνευματική εγρήγορση του ανθρώπου (Theodorakop) |
    • αποκρινόταν με λόγια που δεν αποκοίμιζαν τη δίψα των άλλων να μάθουν (Panagiotop)
  • ⓑ induce a false sense of security, lull one's suspicions, hoodwink (near-syn παραπλανώ):
    • ακούς εκεί να τον αποκοιμίσει με μια τέτοια ψυχρή άρνηση! (Xenop) |
    • έπλεκε το μύθο της τιμιότητάς του, για ν' αποκοιμίσει τις υποψίες όταν θα αποτολμούσε τη ληστεία; (Papanoutsos) |
    • τον διατηρούσαν στη θέση του για να αποκοιμίζουν την κυβέρνηση και να καλύπτουν τα επιθετικά σχέδια (Tsirpanlis)

[fr postmed, MG αποκοιμίζω ← LK, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες