Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκλιμακώνω [apoklimakóno] -ομαι Ρ1 : μειώνω βαθμιαία και σταδιακά την ένταση και την ευρύτητα των ενεργειών ή των δραστηριοτήτων μου. ANT κλιμακώνω: Mε τη ματαίωση της τουρκικής άσκησης αποκλιμακώθηκε η ένταση στο Aιγαίο.
[λόγ. απο- κλιμακώνω μτφρδ. αγγλ. deescalate]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκλιμακώνω [apoklimakóno] (L)
- decrease gradually, deescalate (ant κλιμακώνω):
- ~ τον πόλεμο
[neol, cpd w. κλιμακώνω; cf Eng deescalate]
- decrease gradually, deescalate (ant κλιμακώνω):