Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκαρώνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκαρώνω [apokaróno] -ομαι Ρ1 : (λογοτ.) κάνω κπ. να ζαλιστεί, να κοιμηθεί βαθιά· ναρκώνω, αποχαυνώνω: H μεσημεριάτικη ζέστη με αποκάρωσε. Tον βρήκα αποκαρωμένο στο κρεβάτι. || πέφτω σε λήθαργο, ναρκώνομαι: Δεν άντεξα τόση ζέστη και αποκάρωσα.

[μσν. αποκαρ(ώ) `ρίχνω σε λήθαργο΄ -ώνω < απο- αρχ. καρῶ ίδ. σημ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αποκαρώνω.
  • (Αμτβ.) αποναρκώνομαι, πέφτω σε βαθύ ύπνο:
    • σ’ εκείνα τα πηλά του βρόμου αποκαρώνω (Π. Ν. Διαθ. (Λαμπάκης) φ. 252v, στ. 14).

[<μτγν.(;) αποκαρόω (L‑S) <αρχ. υποκαρόω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκαρώνω [apokaróno] ipf αποκάρωνα, aor αποκάρωσα (subj αποκαρώσω), pf & plupf έχω-είχα αποκαρώσει, mi αποκαρώνομαι, ipf αποκαρωνόμουν, aor αποκαρώθηκα (subj αποκαρωθώ), pf & plupf έχω-είχα αποκαρωθεί
  • ① trans cause to sleep (syn αποκοιμίζω 1):
    • μια γλυκιά ζάλη τις αποκάρωνε (Asimakop) |
    • poem .. απ' το γλυκό με ασκώνεις | τον ύπνο, που άπλωνε στα μάτια μου και μ' είχε αποκαρώσει (Homer Od 23.17 Kaz-Kakr)
  • ② intr fall asleep, doze off (near-syn αποκοιμάμαι, αποναρκώνομαι):
    • ύστερ' από μιας ώρας αγρύπνια, αποκαρώθηκα, ξανακοιμήθηκα (Palam) |
    • η κόπωση τον είχε πια νικήσει, κ' είχε αποκαρωθεί καθιστός (Petsalis) |
    • αποκαρωνόταν ώρες ολόκληρες σε ακινησία καταληπτική (Karagatsis) |
    • είναι τούτα ένας λόγος ν' αποκαρώνουν τα βλέφαρα, να ησυχάζουν οι αναπνοές (Plaskovitis) |
    • poem στη λίμνη αποκαρώσανε σαν άσπροι ανθοί κ' οι γλάροι (Sikel)

[fr MG *αποκαρώνω ← LK ἀποκαρῶ (-όω), this cpd w. AG, K καρῶ (-όω) 'id.']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες