Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκαίω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκαίω [apokéo] -ομαι & αποκαίγω [apokéγo] -ομαι Ρ (βλ. καίω) αόρ. απέκαψα και απόκαψα, απαρέμφ. αποκάψει : καίω κτ. εντελώς· κατακαίω: H πυρκαγιά απέκαψε όλο το δάσος της περιοχής. || (οικ.): Aφού αποκάηκαν τα ξύλα, έμεινε η καρβουνιά. ΠAΡ Όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, αφού γίνει η καταστροφή όλοι λένε πως ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν.

[αρχ. ἀποκαίω· μσν. *αποκαίγω (πρβ. μσν. αποκαίγομαι) με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ. κατά το καίω > καίγω]

[Λεξικό Κριαρά]
αποκαίω.
  • I. (Eνεργ.) καίω εντελώς·
    • (εδώ μεταφ.):
      • την καρδίαν μου απέκαυσας διόλου (Bέλθ. 640).
  • II. (Mέσ.) καίομαι εντελώς:
    • αποκαήκανε τα ξύλα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 48223
    • (μεταφ.):
      • (Eρωτόκρ. Γ´ 349).

[αρχ. αποκαίω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκαίω [apocéo] αποκαίει, ipf απόκαιγα, aor απόκαψα (subj αποκάψω), pass αποκαίομαι, ipf αποκαιγόμουν, aor αποκάηκα (subj αποκαώ)
  • ① finish burning:
    • πάλι πήγε ο λαός στο υπόγειο να τ' αποκάψει (ChZalokostas) |
    • ήτανε κάτι θάμνα, που είχανε πάρει φωτιά κι αποκαιγότανε γρήγορα (Petsalis) |
    • poem και σίντας πια ο νεκρός και τ' άρματα μαζί του αποκαήκαν | μνημούρι ασκώσαμε κλ (Homer Od 12.13 Kaz-Kakr)
  • ② burn sth severely (syn κατακαίω):
    • χοχλακιστό νερό ξεπηδούσε κι απόκαιγε κάθε ζωντανό (Vlami)

[fr postmed, MG αποκαίω ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες