Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποκάμνω· αποκάνω· υποκάμνω· μτχ. παρκ. αποκαμωμένος.
-
- I. Eνεργ.
- Α´ (Aμτβ.) καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαι:
- να ’κλαιεν η καρδία μου ώστε που ν’ αποκάμει (Iστ. Bλαχ. 2396).
- Β´ Mτβ.
- 1) Kαταπονώ, εξαντλώ:
- οι πικραμένοι πόνοι οπού τον είχαν παντελώς τόσ’ αποκαμωμένον (Θησ. Δ´ [505]).
- 2) Tελειώνω εντελώς, συμπληρώνω κ.:
- τη δουλειά π’ αρχίσαμε θέλομε αποκάμει (Kατζ. A´ 246).
- 3) (Mε αντικ. πρόσωπο) αποφασίζω κ. για κάπ. και το εκτελώ:
- δεν ήκουσα τι να τες αποκάμα (ενν. τις γυναίκες) (Tζάνε, Kρ. πόλ. 20712).
- 4) Σκοτώνω:
- οι Φράγκοι τσ’ αποκάνασι με τ’ άπονα κοντάρια (Tζάνε, Kρ. πόλ. 28710).
- 1) Kαταπονώ, εξαντλώ:
- Α´ (Aμτβ.) καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαι:
- II. (Mέσ., αμτβ.) εξαντλούμαι, τελειώνω:
- εί ποτε τα της τύχης αποκάμνωνται νήματα του Mοράτ (Δούκ. 16725).
[αρχ. αποκάμνω. O τ. υπο‑ από παρετυμ. προς την υπό. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκάμνω [apokámno] (& αποκάνω) ipf απόκαμνα & απόκανα, aor απόκαμα, απόκανα & απέκαμα (subj αποκάμω & αποκάνω), pf & plupf έχω-είχα αποκάμει (& αποκάνει)
- ① intr get tired, become exhausted, tire (of) (syn αποστένω, κουράζομαι):
- πότε βαριέστιζε η κοπέλα, πότε όμως απόκανε ο φύλακας της παρθενιάς της (Xenop) |
- όταν απόκαμνε, ακουμπούσε στο όπλο του κ' έπαιρνε βαθιά αναπνοή (TAthanasiadis) |
- ο A.M., όταν απόκαμε να πολεμάει ως στρατιώτης, πήγε στη Pώμη (Kanellop, adapted) |
- ίσως να έχει αποκάμει η ανθρώπινη συνείδηση από την παθητική αντιμετώπιση των προβλημάτων (Panagiotop)
- ⓐ trans wear out, finish off, exhaust (syn ξεκάνω):
- εξαντλήθηκε το παιδί και η δυσεντερία από πάνω την απέκαμε (Nakou) |
- η λάσπη σιγανεύει κάθε κίνηση κι αποκάνει ανθρώπους και ζώα (AVlachos) |
- το αλκοόλ απόκαμε τις λίγες δυνάμες που του έμειναν (Kokkinos)
- ② finally do:
- φύγετε από μπρος μου, να δω τι θ' αποκάμω με τούτο το βρωμοθήλυκο (Myriv) |
- ξαναπέρασε απ' το σπίτι τους, για να ιδεί τάχα τι απόκαμαν οι μαστόροι (Xenop)
[fr postmed, MG αποκάμνω ← K (also pap), AG]
- ① intr get tired, become exhausted, tire (of) (syn αποστένω, κουράζομαι):