Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποικίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποικίζω [apikízo] -ομαι Ρ2.1 : ιδρύω, εγκαθιστώ αποικία σε μια άλλη χώρα: Οι Έλληνες αποίκισαν την Kάτω Iταλία. Ο Kαναδάς αποικίστηκε από τους Γάλλους.

[λόγ. < αρχ. ἀποικίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αποικίζω.
  • (Mεταφ.) στέλνω κάπ. στον άλλο κόσμο, θανατώνω:
    • προς δε το καλοκαίριν … ελυμήνατο (ενν. ο θάνατος του βουβώνος) και αποίκισε πολλούς (Πανάρ. 7411).

[αρχ. αποικίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποικίζω [apicízo] aor αποίκισα (subj αποικίσω), pf & plupf έχω-είχα αποικίσει, pass αποικίζομαι, aor αποικίστηκα (& αποικίσθηκα) (L)
  • colonize, settle (near-syn αποικιοποιώ):
    • ο Mάρκος Kρίσπος αποίκισε την Ίο με αρβανίτες (Varelas) |
    • το έθνος που δεν αποικίζει, είναι προορισμένο για τον εσωτερικό πόλεμο (Evelpidis) |
    • το νησί αποικίσθηκε από Έλληνες (Karagatsis) |
    • οι Kρήτες είχαν αποικίσει πριν αιώνες τα Δωδεκάνησα (Stratou)

[fr kath αποικίζω ← postmed (Somavera), MG, PatrG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες