Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθρασύνω [apoθrasíno] -ομαι Ρ8.1 : κάνω κπ. να συμπεριφέρεται με μεγάλο θράσος, αυθάδεια: H ανοχή μας στη συμπεριφορά του, τον έχει αποθρασύνει. Οι διαρρήκτες αποθρασύνθηκαν και κλέβουν μέρα μεσημέρι.
[λόγ. ενεργ. < αρχ. ἀποθρασύνομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθρασύνω [apoθrasíno] ipf & aor αποθράσυνα, (& απεθράσυνα), pf & plupf έχω-είχα αποθρασύνει, mi αποθρασύνομαι, ipf αποθρασυνόμουν, aor αποθρασύνθηκα (subj αποθρασυνθώ) pf & plupf έχω-είχα αποθρασυνθεί (L)
- ① make s.o. impudent or insolent, embolden:
- η ανικανότητα της κυβέρνησης έχει αποθρασύνει τα στοιχεία που προκαλούν τους εμπρησμούς |
- πολλούς τους αποθράσυνε το παράδειγμα του Mιχαήλ Άγγελου (Kanellop) |
- η αδυναμία των αρχών να επιβληθούν απεθράσυνε τους πειρατές (Varelas, adapted)
- ② mi αποθρασύνομαι become impudent or emboldened, exhibit effrontery:
- οι απατεώνες αποθρασύνθηκαν |
- ένας ανισόρροπος έχει αποθρασυνθεί και συνεχίζει τα πετροβολήματα των διαβατών |
- αν το κράτος καταργήσει αυτά τα μέτρα, θα αποθρασυνθούν οι κακόπιστοι έμποροι; (PSolomos)
[fr kath αποθρασύνω ← PatrG, AG ἀποθρασύνομαι]
- ① make s.o. impudent or insolent, embolden: