Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθηριώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποθηριώνω [apoθirióno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) εξοργίζω κπ. υπερβολικά.

[λόγ. < ελνστ. ἀποθηρι(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποθηριώνω [apoθirióno] mi αποθηριώνομαι, aor αποθηριώθηκα (subj αποθηριωθώ), pf & plupf έχω-είχα αποθηριωθεί (L)
  • ① turn s.o. into a beast, make brutish, brutalize (syn αποκτηνώνω):
    • τα συμφέροντα υποδουλώνουν τον άνθρωπο και τον αποθηριώνουν (Papanoutsos)
  • ② mi αποθηριώνομαι behave like a breast, become brutish or inhuman (syn αποκτηνώνομαι):
    • το φέρσιμό τους είναι φέρσιμο μεθυσμένων που έχουν αποθηριωθεί (Panagiotop) |
    • η όρεξή μου είχε αποθηριωθεί κ' έτρωγα σα λύκος (Kondylakis) |
    • κάτω από την επήρεια μιας επιδημίας, οι άνθρωποι αποθηριώνονται, ξεχύνονται έξαλλοι στους δρόμους μουγκρίζοντας κλ (Terzakis)
  • ③ become infuriated or enraged (syn αποθεριεύω 1, εξαγριώνομαι):
    • ο ακροατής αγανακτάει και αποθηριώνεται πέρα για πέρα (Papanoutsos)

[fr kath αποθηριώ ← PatrG, K ἀποθηριῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες