Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθερμαίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποθερμαίνω [apoθerméno] -ομαι Ρ7.2 : (οικον.) μειώνω την ένταση της οικονομικής δραστηριότητας: H κυβέρνηση με διάφορα μέτρα προσπαθεί να αποθερμάνει την οικονομία.

[λόγ. απο- θερμαίνω μτφρδ. αγγλ. cool down (διαφ. το μσν. αποθερμαίνω `θερμαίνω πολύ΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποθερμαίνω [apoθerméno] mediop αποθερμαίνομαι (L)
  • ① reduce the heat of, cool sth off (syn κρυώνω, L ψυχραίνω)
  • ② mi αποθερμαίνομαι fig cool down, calm down:
    • οι αρχικοί ενθουσιασμοί, όσο πιο θερμοί είναι, τόσο πιο γρήγορα αποθερμαίνονται

[fr kath (neol) αποθερμαίνω, cpd w. θερμαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες