Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθεραπεύω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποθεραπεύω [apoθerapévo] -ομαι Ρ5.1 : αποκαθιστώ εντελώς την υγεία αρρώστου, φροντίζω για την πλήρη ανάρρωσή του: Ο γιατρός αποθεράπευσε τον ασθενή πολύ γρήγορα. Ο ασθενής αποθεραπεύτηκε και γύρισε στη δουλειά του. Είναι πλήρως αποθεραπευμένος.

[λόγ. < αρχ. ἀποθεραπεύω `φροντίζω το σώμα ύστερα από αθλητικούς αγώνες΄ κατά τη σημ. της λ. αποθεραπεία]

[Λεξικό Κριαρά]
αποθεραπεύω.
  • Παρηγορώ, ανακουφίζω:
    • (Λίβ. P 473).

[αρχ. αποθεραπεύω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποθεραπεύω [apoθerapévo] mi αποθεραπεύομαι, aor αποθεραπεύτηκα (subj αποθεραπευτώ), pf & plupf έχω-είχα αποθεραπευτεί (L)
  • ① help s.o. recuperate, cure completely
  • ② mi αποθεραπεύομαι be cured completely, recuperate, recover:
    • το 1976 αποθεραπεύτηκαν από σύφιλη έξι άτομα |
    • της υποσχέθηκα να βολέψω τον άντρα της σε κάποια θέση όταν αποθεραπευτεί (TAthanasiadis) |
    • τον βρήκε αδύνατο και κατακίτρινο, με την παρηγοριά πως είχε αποθεραπευτεί (id.)

[fr kath αποθεραπεύω ← MG (pap 7th c.), PatrG, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες