Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθαυμάζω [apoθavmázo] Ρ2.1α : κοιτάζω, παρατηρώ κτ. με μεγάλο θαυμασμό: Πολλή ώρα αποθαυμάζαμε το τοπίο.
[λόγ. < αρχ. ἀποθαυμάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποθαυμάζω· υποθαυμάζω.
-
- Θαυμάζω πολύ κ.:
- απεθαύμαζε (ενν. ο βασιλεύς) μεγάλως (Eρμον. Ξ 105g· Διγ. Esc. 740).
[αρχ. αποθαυμάζω. O τ. από παρετυμ. προς την υπό. H λ. και σήμ.]
- Θαυμάζω πολύ κ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθαυμάζω [apoθavmázo] (& αποθαμάζω) ipf αποθαύμαζα, aor αποθαύμασα (subj αποθαυμάσω), pf & plupf έχω-είχα αποθαυμάσει, mi αποθαυμάζομαι, ipf αποθαυμαζόμουν
- admire greatly, marvel or wonder at (syn θαυμάζω):
- ~ τα λουλούδια, την ομορφιά, το τοπείο |
- ~ την αρχιτεκτονική του ναού |
- η αρμάδα αποθάμαζε τους σταυραητούς της Kρήτης (Prevelakis) |
- κράτησε το ψάρι λίγη ώρα, αποθαύμασε πόσο ήταν μεγάλο (AVlachos) |
- οι άλλοι αποθαυμάζονταν και καμάρωναν τ' όμορφο πράγμα (Nikolaidis) |
- poem οι βοσκοί ..| αποθαμάζουν τα θεϊκά κορμιά πώς τρων κι αυτά και πίνουν (Kazantz Od 4.324)
[fr MG αποθαυμάζω ← K (also pap), AG]
- admire greatly, marvel or wonder at (syn θαυμάζω):