Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθαλασσώνω [apoθalasóno] -ομαι Ρ1 : για υδροπλάνο που εγκαταλείπει την επιφάνεια της θάλασσας και ανυψώνεται. ANT προσθαλασσώνω.
[λόγ. απο- θάλασσ(α) -ώ > -ώνω κατά το απογειώνω (διαφ. το μσν. αποθαλασσώ `μετατρέπω σε θάλασσα΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθαλασσώνω [apoθalasóno] mediop αποθαλασσώνομαι
- ① make a mess of things, bungle (syn θαλασσοποιώ, θαλασσώνω, syn phr τα κάνω θάλασσα):
- πάνου στην έγνοια της να τα συβάσει, τ' αποθαλάσσωνε (Vlami)
- ② mi αποθαλασσώνομαι (L) aviat take off fr the sea (ant προσθαλασσώνομαι):
- ο γλάρος ή αργοπλέει πάνου στη θάλασσα ή αποθαλασσώνεται και κόβει βόλτες από ψηλά (Zappas)
[cpd w. θαλασσώνω or der of MG (Eustathius, 12th c.) αποθαλασσόω 'make into a sea']
- ① make a mess of things, bungle (syn θαλασσοποιώ, θαλασσώνω, syn phr τα κάνω θάλασσα):