Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποζουρλαίνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποζουρλαίνω [apozurléno] -ομαι Ρ7.1 : (προφ.) 1. τρελαίνω κπ. εντελώς· αποτρελαίνω. 2. (μτφ., παθ.) αισθάνομαι ενθουσιασμό ή χαρά για κτ. πολύ ωραίο ή συναρπαστικό που μου συνέβη· ξετρελαίνομαι: Aποζουρλάθηκαν μόλις είδαν τα καινούρια τους παιχνίδια.

[απο- ζουρλαίνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποζουρλαίνω [apozurléno]
  • make s.o. utterly crazy (syn απομουρλαίνω, αποτρελαίνω)

[cpd w. ζουρλαίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go