Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποεπιταχύνω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποεπιταχύνω [apoepita íno] (L)
  • decrease the speed of, decelerate (syn επιβραδύνω, ant επιταχύνω):
    • η κυβέρνηση προσπαθεί να αποεπιταχύνει το ρυθμό των επενδύσεών της

[neol, cpd w. επιταχύνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go