Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποεπιταχύνω [apoepita íno] (L)
- decrease the speed of, decelerate (syn επιβραδύνω, ant επιταχύνω):
- η κυβέρνηση προσπαθεί να αποεπιταχύνει το ρυθμό των επενδύσεών της
[neol, cpd w. επιταχύνω]
- decrease the speed of, decelerate (syn επιβραδύνω, ant επιταχύνω):