Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδύομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποδύομαι [apo∂íome] ipf αποδυόμουν, aor αποδύθηκα (3sg αποδύθηκε & απεδύθη, subj αποδυθώ), pf & plupf έχω-είχα αποδυθεί (L)
  • ① divest o.s. of, cast or shake off (syn απεκδύω):
    • είναι καιρός να αποδυθούμε την κοσμικότητα |
    • για πρώτη φορά απεδύθη τελείως τον εαυτό του (Athanasiadis-N) |
    • αφήνεται η φύσις να επιδειχθεί, μόλις αποδυθεί τα περιβλήματα των τεχνητών συνοικήσεων (Papatsonis)
  • ② launch (o.s. into), engage in (syn απεκδύομαι 2 [απεκδύω]):
    • ~ σε αγώνα, εκστρατεία, έρευνες, πάλη, προσπάθεια |
    • η χώρα αποδύεται σε ιερό πόλεμο |
    • οι κυβερνήτες θα αποδυθούν σε παράφρονες ενέργειες |
    • άτομα και κοινότητες αποδύονται σε μια εξοντωτική κούρσα |
    • πολλοί νέοι έχουν αποδυθεί στην αναζήτηση άλλων ιδανικών (Terzakis)

[fr kath αποδύω ← MG (9th c.), PatrG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες