Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποδρώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποδρώ [apoδró] Ρ (μόνο στο αορ. θ.) αόρ. απέδρασα, απαρέμφ. αποδράσει : δραπετεύω: Tριάντα κρατούμενοι απέδρασαν από τις φυλακές. || (μτφ.): Προσπάθησε κι εσύ ν΄ αποδράσεις από τις καθημερινές σκοτούρες.

[λόγ. < ελνστ. ἀποδρῶ (αρχ. ἀποδιδράσκω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go