Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδομώ [apo∂omó] αποδομεί, L)
- take the structure apart, destroy, dissolve (near-syn διαλύω, καταστρέφω):
- η αστική ιδεολογία αποδομεί το σύστημα της αναπαράστασης (Dizikirikis)
[neol, cpd w. δομώ]
- take the structure apart, destroy, dissolve (near-syn διαλύω, καταστρέφω):