Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδομώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποδομώ [apo∂omó] αποδομεί, L)
  • take the structure apart, destroy, dissolve (near-syn διαλύω, καταστρέφω):
    • η αστική ιδεολογία αποδομεί το σύστημα της αναπαράστασης (Dizikirikis)

[neol, cpd w. δομώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες