Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδιεθνοποιώ [apoδieθnopió] -ούμαι Ρ10.9 : μεταθέτω ένα ζήτημα, θέμα από την ευθύνη των διεθνών οργανισμών στην ευθύνη ορισμένων μόνο κρατών.
[λόγ. απο- διεθνοποιώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδιεθνοποιώ [apo∂ieθnopió] αποδιεθνοποιεί, L)
- remove (a problem, subject etc) fr international attention (ant διεθνοποιώ):
- η κυβέρνηση αποδιεθνοποιεί το κυπριακό
[neol, cpd w. διεθνοποιώ]
- remove (a problem, subject etc) fr international attention (ant διεθνοποιώ):