Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποδιαφωτίζω.
-
- (Tριτοπρόσ., με υποκ. το ουσ. ημέρα) αρχίζει να ξημερώνει, χαράζει:
- (Eρωτόκρ. E´ 864).
[<πρόθ. από + διαφωτίζω. Η λ. στο Βλάχ. (‑ει) και σήμ. κρητ.]
- (Tριτοπρόσ., με υποκ. το ουσ. ημέρα) αρχίζει να ξημερώνει, χαράζει:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδιαφωτίζω [apo∂jafotízo] (& Kazantz ποδιαφωτίζω) aor subj αποδιαφωτίσω, region. (Crete)
- ① make the light of day, cause daybreak (syn ξημερώνω, φωτίζω):
- πρωί πρωί, πριν ποδιαφωτίσει ο ήλιος, βλέπεις από ψηλά ήσκιους μεγάλους σα στρατέματα (Kazantz)
- ② impers day breaks, daylight comes (syn ξημερώνει, χαράζει):
- poem βαθιά στης νύχτας τα χαλάσματα, πριχού ποδιαφωτίσει, | κατέβη με αστραπές και με βροντές ο φοβερός προστάτης (Kazantz Od 4.1256)
[fr postmed (Somavera, Erotokr) αποδιαφωτίζω, cpd w. διαφωτίζω or der of *υποδιαφωτίζω (Hatzidakis)]
- ① make the light of day, cause daybreak (syn ξημερώνω, φωτίζω):