Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδιαρθρώνω [apoδiarθróno] -ομαι Ρ1 : ανατρέπω την οργάνωση και την αρμονική λειτουργία ενός συνόλου: Aποδιαρθρώθηκε η δημόσια διοίκηση.
[λόγ. απο- διαρθρ(ώ) -ώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδιαρθρώνω [apo∂iarθróno] aor αποδιάρθρωσα (subj αποδιαρθρώσω), pass αποδιαρθρώνομαι, aor αποδιαρθρώθηκα (subj αποδιαρθρωθώ) (L)
- disarticulate, disjoint, dislocate, disorder, derange (syn αποδιοργανώνω, εξαρθρώνω):
- ~ το σύστημα |
- η ανοργανική τέχνη αποδιαρθρώνει το πραγματικό και το αποδίδει με καινούργιες φόρμες (Dizikirikis)
- ⓐ pass αποδιαρθρώνομαι η πιστότης στο μεταφραζόμενο κείμενο έχει ως αποτέλεσμα να αποδιαρθρώνεται η γλώσσα (Stasinop)
[fr kath (neol) αποδιαρθρώ (-όω), cpd w. διαρθρώ (-όω)]
- disarticulate, disjoint, dislocate, disorder, derange (syn αποδιοργανώνω, εξαρθρώνω):