Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποδιαβάζω· παρατ. εποδιάβαζα· αόρ. επεδιάβασα.
-
- 1) (Προκ. για πρόσωπο) απομακρύνω κάπ. με εύσχημο τρόπο, «ξεφορτώνομαι», «ξαποστέλλω»:
- εκείνος αποδιάβασέν τον με καλά λογία (Bουστρ. 1362).
- 2) Οδηγώ (στρατιωτικό τμήμα) σε μια περιοχή:
- ηύραν λιβάδιν … Εκεί γαρ επεδιάβασαν όλον των το φουσσάτο (Αχιλλ. O 187).
- 3) Περνώ (τον καιρό μου):
- (Αχιλλ. O 190).
- 4) (Προκ. για πράγμα) αναβάλλω την εκτέλεση:
- (Mαχ. 5421).
- 5) (Προκ. για δυσάρεστα συναισθήματα) αποδιώχνω, αποξεχνώ:
- πάντα τα πάθη μου μ’ εσέν αποδιαβάζω (Kυπρ. ερωτ. 1323).
- 6) (Aμτβ.) περνώ από ένα μέρος σ’ άλλο:
- (Θησ. I´ [144]).
- 7) Tελειώνω την ανάγνωση:
- (Διακρούσ. 7711).
[<πρόθ. από + διαβάζω. H λ. στο Du Cange (‑ζειν) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) (Προκ. για πρόσωπο) απομακρύνω κάπ. με εύσχημο τρόπο, «ξεφορτώνομαι», «ξαποστέλλω»:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδιαβάζω [apo∂javázo] aor αποδιάβασα (subj αποδιαβάσω)
- finish reading:
- οι παπάδες αποδιαβάσανε τα γράμματα και πήγανε να βγουν έξω (Prevelakis) |
- μίλησε σαν του αποδιάβασε ο παπάς την ευκή (Myriv) |
- όταν ο Nietzsche θα αποδιαβάσει το παραπάνω απόσπασμα, θα αναφωνήσει (Malevitsis)
[fr postmed, MG αποδιαβάζω]
- finish reading: