Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδεσμεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποδεσμεύω [apoδezmévo] -ομαι Ρ5.1 : απαλλάσσω κπ. ή κτ. από μια δέσμευση, από μια υποχρέωση, από έναν περιορισμό: Aποδεσμεύτηκε από τον όρκο του. Ο ΠAΟK αποδέσμευσε τρεις ποδοσφαιριστές, με τη λήξη του συμβολαίου τους μπορούν να μεταγραφούν σε όποια ομάδα θέλουν. Δεν μπορώ να αποδεσμεύσω τα κεφάλαια που μου ζητάς, δεν μπορώ να κάνω ανάληψη των κεφαλαίων.

[λόγ. απο- δεσμεύω μτφρδ. γαλλ. dégager, désengager ή γερμ. entbinden (διαφ. το ελνστ. ἀποδεσμεύω (αρχ. ἀποδεσμῶ) `δένω σφιχτά΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποδεσμεύω [apo∂ezmévo] ipf αποδέσμευα, aor αποδέσμευσα, (subj αποδεσμεύσω), pf & plupf έχω-είχα αποδεσμεύσει, mediop αποδεσμεύομαι, aor αποδεσμεύθηκα & αποδεσμεύτηκα (subj αποδεσμευθώ & αποδεσμευτώ), pf & plupf έχω-είχα αποδεσμευθεί, είμαι-ήμουν αποδεσμευμένος (
  • ① unbind, release, discharge, free (near-syn απελευθερώνω 1, ant δεσμεύω):
    • ~ στρατιωτικές δυνάμεις |
    • ~ ένστικτα, ορμές |
    • αποδεσμεύεται θερμική ενέργεια |
    • η απελευθέρωση του σεξ αποδέσμευσε και την ερωτική του χροιά |
    • η αναρχία αποδεσμεύει τους ανθρώπους (Theodorakop) |
    • η συγκίνηση αποδεσμεύει τη φαντασία (Mourelos)
  • ⓐ disengage, detach, extricate, liberate (syn απαλλάσω 4):
    • ~ από έγνοιες, προκαταλήψεις, σκοπιμότητες |
    • αποδεσμεύουν τη χώρα από τις συνθήκες της Zυρίχης |
    • η Eλλάδα είχε ανάγκη ν' αποδεσμεύσει τις δυνάμεις της από οποιαδήποτε εξάρτηση |
    • φρόντισε η M. να τον αποδεσμεύσει από το γάμο (Kanellop) |
    • δεν είχαν κατορθώσει να αποδεσμεύσουν τη γνώση από την πρακτική χρησιμότητα (Theodorakop) |
    • η μεταρρύθμιση αποδέσμευε τους ανθρώπους από τύπους περιττούς (Papanoutsos)
  • ⓑ lift legal restrictions fr, release:
    • ~ ενυπόθηκο κτήμα |
    • αν θέλετε να αποδεσμεύσετε τα χρήματά σας, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο |
    • από το ποσό αυτό αποδεσμεύθηκαν 15 εκατομμύρια λίρες (Angelop)
  • ② mi αποδεσμεύομαι release or free o.s. (near-syn απελευθερώνομαι):
    • αν κάποτε οι γυναίκες αυτές θελήσουν ν' αποδεσμευθούν, θα είναι πια αργά (Thrylos) |
    • ο φιλοσοφικός μύθος βοηθεί την ψυχή να αποδεσμευθεί από τα δεσμά της λογικής συνεχείας (Theodorakop)
  • ⓒ disengage, detach or extricate o.s. (near-syn απαλλάσσομαι [απαλλάσσω 2b]):
    • αποδεσμεύομαι από ανθρώπους, πολιτικές οργανώσεις, υποχρεώσεις |
    • ο αραβικός κόσμος είχε αποδεσμευτεί από την οθωμανική αυτοκρατορία |
    • η τεχνική αποδεσμεύεται από το πνεύμα του τόπου που την εγέννησε (Theodorakop) |
    • η ποίηση, το αφήγημα, αποδεσμεύονται όσο πάει περισσότερο από το έντυπο (Dimaras) |
    • είναι απαραίτητο να αποδεσμευθούμε από τους όρους που χρησιμοποιούμε (Angelou)

[fr kath (neol) αποδεσμεύω; cf K (LXX) ἀποδεσμεύω 'to bind fast']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες