Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απογυρεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απογυρεύω [apoyirévo] ipf απογύρευα
  • ① search or look for (syn αναζητώ 1, αποζητώ, γυρεύω, ψαχνώ):
    • poem .. κ' ενώ μεστός ήμουν παιδί μου από σένα, | και στη φωλίτσα σου εσύ, σ' απογύρευ' αλλού, που δεν ήσουν (Palam)
  • ② long or yearn for, miss (syn αναζητώ 4b, αποζητώ, γυρεύω, λαχταρώ):
    • στο σπίτι τον περίμενε η Π. με τα στήθια τα όρθια ν' απογυρεύουν τα χέρια του (Myriv) |
    • δεν έπαυε να θυμάται το νησί του, που πάντα απογύρευε (Zappas)
  • ③ ask, request (syn αποζητώ, ζητώ):
    • από τη δική μας πνευματική ζωή απογυρεύουμε βαθύτερη σχέση με τα κλασικά κείμενα (Theodorakop, adapted)

[cpd w. MG γυρεύω ← K γυρεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες