Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογριφώνω [apoγrifóno] aor subj απογριφώσω, subj απογριφωθώ (L)
- decipher, decode, grasp (near-syn αποκρυπτογραφώ):
- μάταια θα γυρέψεις ν' απογριφώσεις το νόημα του λουλουδιού (Terzakis) |
- πόση νόηση χρειάζεται για ν' απογριφωθούν όλα αυτά (Theodorakop)
[neol, cpd of απο- & γρίφος w. suff -ώνω]
- decipher, decode, grasp (near-syn αποκρυπτογραφώ):