Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απογκρεμίζω [apogremízo] -ομαι Ρ2.1 : γκρεμίζω τελείως: Tο σπίτι είχε πάθει τόσο μεγάλες ζημιές που οι νοικοκυραίοι αναγκάστηκαν να το απογκρεμίσουν.
[απο- γκρεμίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογκρεμίζω [apogremízo] aor απογκρέμισα
- demolish completely (syn γκρεμίζω εντελώς):
- οι Bενετοί απογκρεμίσανε τα ρέπια και ξαναχτίσαν τα χαλάσματα (Petsalis) |
- poem κι ό,τι θωρεί που ράγισε σεισμός, τ' απογκρεμίζει (Palam)
[cpd w. γκρεμίζω; cf kath αποκρημνίζω ← LK (3rd c. AD]
- demolish completely (syn γκρεμίζω εντελώς):